- ἐκκλησιαστήριον
- ἐκκλησιαστήριονthe hall of theneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκκλησιαστηρίων — ἐκκλησιαστήριον the hall of the neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκκλησιαστήριο — το (AM ἐκκλησιαστήριον) τόπος συνελεύσεως τού λαού νεοελλ. εκκλησία, ναός … Dictionary of Greek